- ασφόγγιστος
- και ασφούγγιστος και ασπόγγιστος, -η, -οαυτός που δεν σφουγγίστηκε, που δεν σκουπίστηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασκούπιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε σκουπίστηκε με την πετσέτα, ασφόγγιστος: Πλύθηκα, αλλά είμαι ακόμη ασκούπιστος. 2. ασάρωτος: Τα δωμάτια τα είχε ασκούπιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)